- κουρίου
- κούριοςyouthfulmasc/fem/neut gen sgκουρίαςone who wears his hair shortmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κουρίου — Κούριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κουρίου (Κύπρου) — Σε δύο χώρους ενός διώροφου κτιρίου του 1937 εκτίθενται από το 1969 ευρήματα από το Κούριο, από το ιερό του Απόλλωνα Υλάτη και από τις εκτεταμένες νεκροπόλεις της πλησιέστερης και της ευρύτερης περιοχής. Στον πρώτο χώρο θα δείτε ευρήματα από την… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αμάρακος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Κίναρου, θεού της Κύπρου, αδελφός του Κουρίου. Ήταν φημισμένος αρωματοποιός. Σύμφωνα με την παράδοση, κάποτε μετέφερε αλάβαστρο που περιείχε ένα από τα καλύτερα μυρωδικά του· του έπεσε όμως από τα χέρια και έσπασε·… … Dictionary of Greek
Λεμεσού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου με έδρα τη Λεμεσό. Ο οικείος μητροπολίτης φέρει και τον τίτλο του Προέδρου Αμαθούντος και Κουρίου. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα γυναικεία μοναστήρια Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, Ζωοδόχου Πηγής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
Όνεφαλς-Ρίχτερ, Μαξ — Ohnefalseh Richter, 1850 – 1917). Γερμανός αρχαιολόγος, ο πρώτος που έκανε ανασκαφές στην Κύπρο. Αρχικά ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Κίτιο και αργότερα βρήκε το περίφημο κρανίο της Λινούς (1885), το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Βιέννης. Ο … Dictionary of Greek